- ἐντελόμισθος
- ἐντελόμισθοςreceiving full paymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εντελόμισθος — ἐντελόμισθος, ον (AM) αυτός που παίρνει πλήρη μισθό … Dictionary of Greek
ἐντελόμισθον — ἐντελόμισθος receiving full pay masc/fem acc sg ἐντελόμισθος receiving full pay neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντελομίσθους — ἐντελόμισθος receiving full pay masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντελόμισθα — ἐντελόμισθος receiving full pay neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντελόμισθοι — ἐντελόμισθος receiving full pay masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από … Dictionary of Greek